- σωματοβλάβεια
- σωμᾰτο-βλάβεια [βλᾰ], ἡ,A bodily harm, or injury, Procl.Par.Ptol. 209.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματοβλάβεια — ἡ, Α σωματική βλάβη, κάκωση τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + βλάβεια (< βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενο βλάβεια] … Dictionary of Greek
δαιμονοβλάβεια — δαιμονοβλάβεια, η (Α) φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + βλάβεια βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek